Ανακαρδιίδες

Ανακαρδιίδες
(anacardiaceae).Οικογένεια δενδρωδών και θαμνωδών φυτών, ιθαγενών κυρίως των τροπικών περιοχών. Μερικά είδη φυτρώνουν και βορειότερα. Έχουν φύλλα πτεροειδή και άνθη μικρά, διγενή ή μονογενή δίοικα. Ο καρπός τους είναι δρύπη με ρητινώδες μεσοκάρπιο. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των φυτών της οικογένειας αυτής είναι η παρουσία ρητινοφόρων αγωγών στον φλοιό του βλαστού. Στις α. ανήκουν περίπου 500 είδη, που κατατάσσονται σε 50 γένη. Από αυτά, τα κυριότερα είναι η πιστακία ο ρους, ο μαγγοφόρος και το ανακάρδιο.Τα δύο πρώτα γένη είναι πολύ κοινά στην Ελλάδα.
* * *
οι Βοτ.
οικογένεια Δικοτυλήδονων φυτών τής τάξεως τών Τερεβινθωδών ή Ρουτωδών, με 73 περίπου γένη και 600 είδη αείφυλλων και φυλλοβόλων δέντρων ή θάμνων, ιθαγενή τών τροπικών κυρίως χωρών, εκτός από μερικά είδη τών γενών Ρους και Πιστακία που ζούν σε εύκρατες περιοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Anacardiaceae, νεολατιν. επιστημον. όρος < νεολατιν. anacardium (πρβλ. ανακάρδιο) + νεολατιν. κατάλ. -aceae (πρβλ. -ίδες)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαφνίτις — η (Α δαφνῑτις) [δάφνη] ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας ανακαρδιίδες …   Dictionary of Greek

  • μελανόρροια — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ανακαρδιίδες …   Dictionary of Greek

  • πιστακία — (pistacia). Γένος φυτών της οικογένειας των ανακαρδιιδών. Αριθμεί 20 είδη, που ευδοκιμούν στις παραμεσόγειες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής και του Μεξικού. Οι π. είναι δέντρα ή θάμνοι αειθαλή με ωραίο άρωμα και με χυμό μαστιχώδη.… …   Dictionary of Greek

  • ρούς — (II) ο / ῥοῡς, ΝΜΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, που ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες τής τάξης ρουτώδη, με 150 περίπου είδη φυλλοβόλων δένδρων, θάμνων και λιανών, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή το είδος… …   Dictionary of Greek

  • σπονδία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες τής τάξης ρουτώδη και περιλαμβάνει 12 περίπου είδη δέντρων τών τροπικών περιοχών τής νοτιοανατολικής Ασίας και τής Αμερικής, μερικοί καρποί τών οποίων… …   Dictionary of Greek

  • σχίνος — (πιστακία η λεντίσκος). Αειθαλής πυκνοφυής θάμνος της οικογένειας των Ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), γνωστός από την αρχαιότητα. Πολύ κοινό είδος στις περιοχές και στα νησιά της Μεσογείου, συναντιέται και στην Ελλάδα, στην κατώτερη ζώνη των… …   Dictionary of Greek

  • τσικουδιά — Οινοπνευματώδες ποτό μεγάλης περιεκτικότητας σε αλκοόλ, γνωστό κυρίως ως ρακί. Η λέξη τ. ανήκει στην τοπική κρητική διάλεκτο, γιατί το πιοτό αυτό παράγεται από την απόσταξη των τσίκουδων, όπως λέγονται στην Κρήτη τα στέμφυλα, τα κατάλοιπα δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • φιστικιά — (πιστακία η γνήσια). Φυτό της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για τα σαρκώδη, ελαιούχα και αρωματικά σπέρματά της, τα οποία χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, στην κουφετοποιία, στη μαγειρική ή καταναλώνονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”